- πάρειμι
- πάρ-ειμι (1) (εἰμί), πάρεστι, πάρεστε, παρέᾶσι, opt. παρείη, inf. παρεῖναι, παρέμμεναι, part. παρεών, ipf. παρῆσθα, παρῆν, πάρεσαν, fut. παρέσσομαι, -έσσεται, πάρεσται: be present, at hand, ready, e. g., to help one (τινί); also ‘stay with’ one, and of things, μάχῃ, ἐν δαίτῃσι, Il. 10.217; w. a thing as subject, εἴ μοι δύναμίς γε παρείη, ‘were at my command,’ Od. 2.62 ; παρεόντων, ‘of her store,’ Od. 1.140.πάρ-ειμι (2) (εἶμι), part. παριών, παριοῦσι: go or pass by.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.